- Κύφων
- Κύφοςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύφων — crooked piece of wood masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφων' — κύφωνα , κύφων crooked piece of wood masc acc sg κύφωνι , κύφων crooked piece of wood masc dat sg κύφωνε , κύφων crooked piece of wood masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
κυφῶν — κῡφῶν , κῦφος hump neut gen pl (attic epic doric) κῡφῶν , κυφός bent forwards fem gen pl κῡφῶν , κυφός bent forwards masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωνα — κύφων crooked piece of wood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωνας — κύφων crooked piece of wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωνες — κύφων crooked piece of wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωνι — κύφων crooked piece of wood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωνος — κύφων crooked piece of wood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωσιν — κύφων crooked piece of wood masc dat pl κύφωσις being humpbacked fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)